Από τις διδαχές του Γέροντα Εφραίμ Κατουνακιώτη

2019-10-23

Διάλογος ενός υποτακτικού με τον γέροντά του, (τον πατέρα Εφραίμ τον Κατουνακιώτη):

- Γέροντα, λέω την ευχή, «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», αλλά δέν καταλαβαίνω τίποτα.


- Δέν καταλαβαίνεις εσύ που την λές την ευχή, αλλά καταλαβαίνει ο διάβολος καί καίγεται, καί φεύγει.
 Καλά παιδί μου, θέλεις να δείς θαύμα, από τήν ευχή, απ' τήν προσευχή;

- Καί βεβαίως θέλω!

- Καλά, του λέει, θα προσευχηθώ στον Θεό να σου δείξει ένα θαύμα να καταλάβεις πόση δύναμη έχει η ευχή. Αυτό το «Κύριε Ἰησού Χριστέ ελέησόν με» .

΄Εκανε προσευχή ο γέροντας, έκανε νηστεία, τριήμερο νηστεία, μόνο με λίγο νερό.- Ἔλα δω παιδί μου τώρα,του λέει, ύστερα από τις τρείς ημέρες, και του έδωσε ένα καλάθι.  Πήγαινε να το γεμίσεις νερό.

- Γέροντα, λέει, με συγχωρείς. Τα μυαλά τα έχω, το λογικό το έχω, πώς θα γεμίσει αυτό νερό;  Γεμίζει το καλάθι νερό; Βρέχεται, ναί, αλλά να γεμίσει νερό;

- Καλά, παιδί μου, του λέει, δεν ήθελες να δείς ένα θαύμα; 

 - Μάλιστα.

- Ἔ, καί να δεῖς τί δύναμη έχει η ευχή; Το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με» τί δύναμη έχει; Γιατί την παντοδυναμία της η ευχή την παίρνει απ' τον παντοδύναμο Θεό, διότι ο Κύριος ημών Ἰησούς Χριστός είναι και σωτήρας του κόσμου, αλλά είναι και Θεός αληθινός, εκ Θεού αληθινού. Δεν θέλεις να την δείς;

- Πώς, πώς, πώς!

- Ἔ, κάνε αυτό πού λέω, αλλά θά λές την ευχή, όλο την ευχή. Θα πας καί θα 'ρθεις χωρίς να την διακόψεις καθόλου. Θα λές συνέχεια «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με». Να'ναι ευλογημένο.

Πάει λοιπόν στον δρόμο, περπατάει να πάει μέχρι , εκεί που ήταν το νερό.

- «Κύριε Ἰησού Χριστέ ελέησόν με», «Κύριε Ἰησού Χριστέ ελέησόν με»και βάζει το καλάθι κάτω στη βρύση  . Το νερό γεμίζει το καλάθι! Και το καλάθι δεν τρέχει! Δεν βγάζει ούτε από τα πλάγια, ούτε από κάτω σταγόνα νερό. Συνέχεια όμως, δεν διακόπτει την ευχή και τη λέει.

- «Κύριε Ἰησού Χριστέ ελέησόν με», «Κύριε, Ἰησού Χριστέ ελέησόν με».Ἐννοείται βέβαια ότι  ο γέροντας, στο κελάκι του προσευχετο για να δείξει ο Θεός θαύμα στον υποτακτικό του. Το γέμισε το καλάθι. Μόλις το είδε, τρέχει λοιπόν, να το δείξει στον γέροντά του. Νά του πεί δηλαδή ότι «Γέροντα, το καλάθι γέμισε νερό, και δεν τρέχει».

Στον δρόμο λοιπόν πηγαίνοντας αυτά τα πενήντα μέτρα, φανερώνεται ο διάβολος, αλλά με ανθρώπινη μορφή. Σαν  καλόγερος.

- Καλόγερε, του λέει, πού πας;

- Πάω στον γέροντά μου.

- Πώς σε λένε;

- Γεώργιο.

- Πόσα χρόνια έχεις εδώ;

- Λέει, πέντε - έξι.

- Και τι δουλειά κάνεις; Τι διακόνημα κάνεις;

- Φτιάχνουμε σφραγίδια.

Με το διάλογο, αδειάζει το καλάθι και το νερό φεύγει από κάτω ολόκληρο. Έπιασε αργολογία, άφησε την ευχή. Πήγε στο γέροντά του με άδειο το καλάθι.

- Τί συμβαίνει παιδί μου; Γιατί μου φέρνεις τό καλάθι άδειο;

- Γέροντα έτσι κι'  έτσι.-

- Ἄαα. Ἄφησες την ευχή παιδί μου. Και έπιασες διάλογο με αυτόν που φαινόταν σαν καλόγερος αλλά δεν ήταν καλόγερος,  ήταν ο διάβολος. Ἐάν δεν του μιλούσες, το καλάθι θα ήταν γεμάτο νερό. Τώρα όμως που μίλησες και άφησες την ευχή, έφυγε το νερό. Βλέπεις λοιπόν, όταν έλεγες και όσο έλεγες την ευχή το καλάθι κρατούσε το νερό. Ὅταν την σταμάτησες και άρχισες την αργολογία σου, έφυγε το νερό. Ἡ προσευχή, το κομποσχοίνι με το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», η ελεημοσύνη  η πνευματική, διότι το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με» είναι πνευματική ελεημοσύνη, νικά το έλεος του Θεού. Καμιά αμαρτία δεν είναι μεγαλύτερη απ' αυτό το έλεος του Θεού (δηλ. το έλεος του Θεού μπορεί να σβήσει κάθε δική μας αμαρτία). Το έλεος του Θεού είναι μεγάλο.